Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

в случае - и σε περίπτωση - ης

  • 1 любой

    любой 1. οποιοσδήποτε· καθένας; в \любойом случае σε οποιαδήποτε περίπτωση, οποτεδήποτε 2. м о καθένας
    * * *
    1.
    οποιοσδήποτε; καθένας

    в любо́м слу́чае — σε οποιαδήποτε περίπτωση, οποτεδήποτε

    2. м
    ο καθένας

    Русско-греческий словарь > любой

  • 2 противный

    I противный I (неприятный) αντιπαθητικός II противный II: в \противныйом случае σε αντίθετη περίπτωση
    * * *
    I
    ( неприятный) αντιπαθητικός
    II

    в проти́вном слу́чае — σε αντίθετη περίπτωση

    Русско-греческий словарь > противный

  • 3 такой

    такой τέτοιος; τόσος (настолько)· \такой большой τόσο μεγάλος; \такой же όμοιος, ίδιος; \такойим образом έτσι, με τέτοιο (или μ'αυτό) τον τρόπο; в \такойом случае τότε, στην περίπτωση αυτή; что \такойое? (что случилось^) τι συμβαίνει; кто он (или кто это) \такой? ποιος είναι αυτός;
    * * *
    τέτοιος; τόσος ( настолько)

    тако́й большо́й — τόσο μεγάλος

    тако́й же — όμοιος, ίδιος

    таки́м о́бразом — έτσι, με τέτοιο ( или μ’αυτό) τον τρόπο

    в тако́м слу́чае — τότε, στην περίπτωση αυτή

    что тако́е? (что случилось?) — τι συμβαίνει

    кто он ( или кто э́то) тако́й? — ποιος είναι αυτός

    Русско-греческий словарь > такой

  • 4 данный

    данн||ый
    прил (этот, настоящий) δοσμένος, δεδομένος, αὐτός:\данныйая книга... αὐτό τό βιβλίο...· в \данный момент στή δοσμένη στιγμή, τώρα, προς τό παρόν, αὐτή τήν στιγμή· в \данныйом случае στή δοσμένη περίπτωση, στήν προκειμένη περίπτωση.

    Русско-новогреческий словарь > данный

  • 5 задержка

    1. (по времени) η (καθ)υστέ-ρησ/η, η επιβράδυνση
    вследствие - и εξ' αιτίας της - ης, λόγω της -
    предотвращать - у προλαμβάνω/αποτρέπω την -
    - в открытии аккредитива фин. - στο άνοιγμα της πιστωτικής επιστολής
    (в эксплуатацию) - στην παράδοση για εκμετάλλευση/λειτουργία
    вынужденная - αναγκαστική/υποχρεωτική -
    дополнительная - πρόσθετη/συμπληρωματική -
    - рейса мор. - του πλου
    ав. - της πτήσης
    - судна сверх срока η υπεραναμονή, οι σταλίες
    2. (срабатывания механизма) το σταμάτημα, η (καθ)υστέρηση (εκκίνησης του μηχανισμού) 3. мед. η (καθ)υστέρηση, η κατακράτηση
    - мочи η κατακράτηση ούρων, η ανουρία

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > задержка

  • 6 неуплата

    неуплат||а
    ж ἡ μή πληρωμή:
    в случае \неуплатаы σέ περίπτωση μή πληρωμής.

    Русско-новогреческий словарь > неуплата

  • 7 противный

    проти́вн||ый I
    прил (противоположный) ἐνάντιος, ἀντίθετος, ἀντικρυνός:
    \противныйая сторона юр. ὁ ἀντίδικος· в \противныйом случае σέ ἀντίθετη περίπτωση, ἐν ἐναντία περιπτώσει.
    противный II
    прил (неприятный) σιχαμένος, ἀντιπαθητικός/ ἀηδιαστικός (тошнотворный)/ ἀντιπαθητικός (о человеке):
    \противный вид ἡ σιχαμένη δψη· у него \противныйое лицо τό πρόσωπο του εἶναι ἀντιπαθητικό· \противный запах ἡ ἀηδιαστική μυρωδιά, ἡ δυσοσμία.

    Русско-новогреческий словарь > противный

  • 8 данный

    επ. από μτχ.
    δοσμένος•

    в -ом случае στη δοσμένη περίπτωση•

    в -ое время στο δοσμένο καιρό•

    в данный момент στη δοσμένη στιγμή.

    Большой русско-греческий словарь > данный

  • 9 крайний

    επ.
    1. ακρινός, άκρος, ακραίος•τελευταίος• ουραίος•

    -яя правая партия κόμμα της άκρας δεξιάς•

    -яя цена τελευταία τιμή•

    крайний срок τελευταία προθεσμία•

    крайний север ο άκρος Βοράς.

    2. έκτακτος, εξαιρετικός, έσχατος, απόλυτος•

    -ые меры έκτακτα μέτρα•

    в -ем случае σε εξαιρετική περίπτωση, σε απόλυτη ανάγκη•

    по -ей мере τουλάχιστο, το λιγότερο•

    -яя необходимость επιταχτική ανάγκη•

    - яя плоть (ανατ.) ακροβυστία, ακροποσθία.

    Большой русско-греческий словарь > крайний

  • 10 лучший

    συγκρ. β. του επ. хороший• καλύτερος•

    дайте мне -его вина δόστε μου καλύτερο κρασί•

    в ожидание -его περιμένοντας το καλύτερο.

    υπερθ. β. ο πιο καλύτερος•

    лучший из всех ο καλύτερος απ όλους•

    -его качества της καλύτερης ποιότητας.

    εκφρ.
    всего -его! – στο καλό! (ευχή αποχαιρετισμού)•
    в -ем виде – (απλ.) κατά τον καλύτερο τρόπο•
    в -ем случае – στην καλύτερτ• περίπτωση, στις πιο ευνοϊκές συνθήκες.

    Большой русско-греческий словарь > лучший

  • 11 надобность

    θ.
    αναγκαιότητα, ανάγκη•

    надобность книги η αναγκαιότητα του βιβλίου•

    в этом нет никакой -и γι αυτό δεν είναι καμιά ανάγκη•

    по казнныой -и για υπηρεσιακούς λόγους•

    по минованию -и όταν πια δε θα υπάρχει ανάγκη ή δε χρειάζεται•

    смотря по -и κατά την ανάγκη•

    по мере -и όσο είναι ανάγκη, όσο χρειάζεται•

    крайняя надобность επιταχτική (απόλυτη) ανάγκη•

    в случае надобность σε περίπτωση•

    ое-νάγκης, εν ανάγκη, στην ανάγκη.

    Большой русско-греческий словарь > надобность

  • 12 ни

    ни 1
    1. μόριο αρνητ. ούτε, μήτε, ουδέ, μηδέ•

    не осталось ни одного куска δεν έμεινε ούτε ένα κομματάκι•

    ни так ни сяк ούτε έτσι ούτε αλλιώς•

    ни тот ни другой ούτε ο ένας ούτε ο άλλος•

    ни то ни сё ούτε αυτό, ούτε το άλλο• τό 'να του βρωμάει, τ άλλο του μυρίζει•

    ни с того ни с сего απότομα, χωρίς προφύλαξη ή διατυπώσεις•

    ни за что ни про что για το τίποτε, χωρίς λόγο για ψύλλου πήδημα.

    2. μη(ν)•

    стой там и ни с места στάσου εκεί και μην το κουνάς από τη θέση•

    стой! ни шагу дальше! άλτ, μη κάνεις ούτε βήμα.

    3. σύνδ. (σε αρνητικές προτάσεις) ούτε, μήτε•

    ни кушать ни пить не хочу δε θέλω ούτε να φάω ούτε να πιω•

    на улице ни души στο δρόμο δεν υπάρχει ούτε ψυχή (κανένας)•

    куда кинь все клин παρμ. όπου και να πας, μπαστούνια θα τα βρεις.

    εκφρ.
    ни-ни – μη-μη ή όχι-όχι (απαγορεύεται, δεν κάνει).
    ни 2
    (πάντοτε άτονο) αποχωριζόμενο μέρος της αντων. «никто», «ничто» κ.τ.τ. σε συνδυασμό με συνδέσμους ο σύνδεσμος μπαίνει ανάμεσα από τα δυο μέρη: ни κ. кто:

    ни в коем случае σε καμιά περίπτωση•

    ни с кем με κανέναν•

    я ни к кому не ходил σε κανέναν δεν πήγαινα•

    ни у кого не было папиросов κανένας δεν είχε τσιγάρα•

    я ни на кого не надеюсь δεν ελπίζω σε κανέναν•

    ни для кого этого не сделаю δε θα το φτιάσω για κανέναν.

    Большой русско-греческий словарь > ни

  • 13 противный

    επ. (γραπ. λόγος).
    1. αντικρινός, ο απέναντι•

    дом стоял на -ом берегу το σπίτι ήταν στη απέναντι όχθη.

    || αντίθετος•

    -ое течение αντίθετο ρεύμα•

    противный ветер αντίθετος άνεμος.

    || αντίπαλος, αντιμαχόμενος.
    2. ενάντιος, αντιτιθέμενος•

    -ое мнение αντίθετη γνώμη•

    действие -ое закону πράξη παράνομη.

    || (με δοτ.) αντιφατικός, αντινομικός•

    противный совести αντίθετος προς τη συνείδηση,

    3. ουσ. ουδ. -ое το ενάντιο, το αντίθετο•

    утверждать -ое υποστηρίζω το αντίθετο.

    εκφρ.
    в -ом случае – σε ενάντια περίπτωση.
    επ.
    βλ. отвратительный.

    Большой русско-греческий словарь > противный

  • 14 тревога

    θ.
    1. φόβος, ανησυχία, ταραχή, άγχος• αδημονία•

    тревога за будущее ανησυχία για το μέλλον•

    маму охватила какая-то тревога τη μάνα την κυρίευσε κάποιος φόβος.

    || θόρυβος, ταραχή, φασαρία•

    что за тревога на улице? τι φασαρία γίνεται έξω;

    2. συναγερμός•

    сигналтревогаи σύνθημα συναγερμού•

    ударить -у σημαίνω συναγερμό•

    отбой -и παύση του συναγερμού•

    в случае -и σε περίπτωση συναγερμού.

    εκφρ.
    бить -у – κρούω τον κώδωνα του κινδύνου (επισημαίνω επερχόμενο κακό ή κακές συνέπειες).

    Большой русско-греческий словарь > тревога

  • 15 всякий

    всякий καθένας, κάθε \всякий раз κάθε φορά во \всякийое время όποτε θέλετε, οποτεδήποτε ◇ во \всякийом случае πάντως, όπως και να'ναι на \всякий случай για κάθε περίπτωση, για κάθε ενδεχόμενο
    * * *
    καθένας, κάθε

    вся́кий раз — κάθε φορά

    во вся́кое вре́мя — όποτε θέλετε, οποτεδήποτε

    ••

    во вся́ком слу́чае — πάντως, όπως και να'ναι

    на вся́кий слу́чай — για κάθε περίπτωση, για κάθε ενδεχόμενο

    Русско-греческий словарь > всякий

  • 16 крайний

    крайний 1) (далёкий) ακρινός 2) (предельный) τελευταίος" άκρος (тж. полит.) ◇ в \крайнийем случае σε περίπτωση ανάγκης· по \крайнийей мере τουλάχιστο
    * * *
    1) ( далёкий) ακρινός
    2) ( предельный) τελευταίος; άκρος (тж. полит.)
    ••

    в кра́йнем слу́чае — σε περίπτωση ανάγκης

    по кра́йней ме́ре — τουλάχιστο

    Русско-греческий словарь > крайний

  • 17 при

    при
    предлог с предл. п.
    1. (около, возле) δίπλα, κοντά, πλησίον, παρά:
    \при входе δίπλα στήν είσοδο· сад \при До́ме κήπος δίπλα στό σπίτι· битва \при Бородине ἡ μάχη τοῦ Μποροντινό·
    2. (в ведении, в подчинении) παρά, σέ:
    ресторан \при гостинице ἐστιατόριο στό ξενοδοχείο· ясли \при заводе ὁ βρεφικός σταθμός τοῦ ἐργοστασίου· находиться \при штабе εὐρίσκομαι στό ἐπιτελείο·
    3. (с собой) ἐπάνω μου, μαζί μου:
    иметь \при себе ору́жие ἔχω ἐπάνω μου ὅπλο· у меня нет \при себе денег δέν ἔχω μαζί μου χρήματα·
    4. (при обозначении условий, обстановки, сопутствующего обстоятельства) μέ / κατά (во время чего-л.) / σέ περίπτωση πού... (в случае чего-л.):
    \при выходе κατά τήν ἔξοδον \при переходе через у́лицу κατά τήν διάβασαν τοῦ δρόμου, διασχίζοντας τόν δρόμο· \при пожаре σέ περίπτωση πυρ-καιᾶς· \при таки́х обстоятельствах σέ τέ· τοιες συνθήκες, ὑπό τοιαύτας συνθήκας· \при таком здоровье μέ τέτοια ὑγεία[ν]· \при электричестве μέ ἡλεκτρικό φως· \при дневном свете στό φῶς τής ἡμέρας· \при помощи μέ τήν βοήθεια· \при условии ὑπό τόν ὅρον
    5. (в присутствии) μπροστά σέ, ἐνώπιον, ἐπί παρουσία:
    \при детях μπροστά στά παιδιά· \при свидетелях μπροστά σέ μάρτυρες, ἐνώπιον μαρτύρων
    6. (при наличии, несмотря на) παρά, παρ· ὅλο πού:
    \при всех его́ способностях παρ· ὅλες τίς Ικανότητες πού ἔχει· \при всем его́ уме μ'ὅλη τήν ἐξυπνάδα του· \при всем желании παρ' ὅλην τήν ἐπιθυμία μου· \при всем том παρ· ὅλο πού·
    7. (в эпоху, во времена) ἐπί, στήν ἐποχή, στά χρόνια:
    \при Иване Грозном ἐπί (или στήν ἐποχή) τοῦ Ίβάν τοῦ Τρομεροὔ· \при его́ жизни ὅταν ζοῦσε· ◊ быть при́ смерти εἶμαι ἐτοιμοθάνατος, πνέω τά λοίσθια· жнть \при родителях ζῶ μέ τους γονείς μου· я не \при деньгах δεν ἔχω τώρα χρήματα, εἶμαι ἀπένταρος· прилагая́ \при сем... συνημμένως...

    Русско-новогреческий словарь > при

  • 18 что

    чего, чему, чем, о чём αντων.
    1. (ερωτηματική)• τι•

    что мне теперь сделать? τι να κάνω τώρα;•

    что случилось? τι συνέβηκε;•

    что вы сказали? τι είπατε;•

    что нового? τι νέα;•

    о чём вы говорите? για τι μιλάτε; (περί τίνος μιλάτε;)• о чём вы думаете? τι σκέπτεστε;•

    что это такое? τι ειν αυτό;•

    ну что? λοιπόν τι;

    2. (αναφ.) αυτό που, αυτό το οποίο• ό,τι•

    я знаю что вы хотите ξέρω, τι θέλετε•

    я знаю, о чём думаете ξέρω, τι σκέπτεστε•

    я вам прочту что вы хотите θα σας διαβάσω ό,τι εσείς θέλετε.

    3. (αναφ.) οποίος, -α, -ο• που•

    книга, что лежит на столе το βιβλίο, που είναι πάνω στο τραπέζι•

    то, что... αυτό, που...• я вижу то, что лежит на столе βλέπω αυτό, που είναι πάνω στο τραπέζι.

    4. γιατί•

    что вы такой грустный? γιατί είστε έτσι θλιμμένος;•

    что вы так долго не спите? γιατί τόση ώρα δεν κοιμάστε;•

    а что? και γιατί;

    5. επίρ. πόσο, τι•

    стоит эта книга? πόσο κοστίζει αυτό το βιβλίο.

    || πόσος, -η, -ο•

    что денег истрачено!πόσα χρήματα ξοδεύτηκαν!•

    что сил истрачено! πόσες δυνάμεις ξοδεύτηκαν! (πάνε χαμένες!).

    || όσος, -η, -ο•

    что было у меня сил όσες δυνάμεις είχα.

    6. κάτι (τι), τίποτε•

    если что знаешь, так скажи αν ξέρεις κάτι τι, πες το•

    что чуть, в случае чего, бегите за мной σε περίπτωση που συμβεί κάτι, τρέξτε σε μένα.

    7. τι•

    что за шум? τι θόρυβος είναι αυτός;•

    что толку; что пользы; что хорошето τι νόημα, τι όφελος, τι το καλό.

    8. ό,τι•

    всего что я знал, рассказал отцу όλα όσα ήξερα,τα είπα στον πατέρα.

    || ο οποίος, -α, -ο•

    старая черешня что посажена дедушкой η παλαιά κερασιά, που την είχε φυτέψει ο παππούς.

    εκφρ.
    а -? – και τι;•
    до чего... – α) εξαιρετικά•
    до чего хорош! – εξαιρετικά καλός (εξαίσιος), β) ως που, σε τι (ποιόν) βαθμό•
    до чего ты меня довл – σε τι βαθμό (κατάσταση) με έφερες ή με κατάντησες!•
    к чему – γιατί, προς τι, για ποιο λόγο ή σκοπό•
    не к чему – δεν έχει κανένα νόημα, δε χρειάζεται, σε τίποτε δεν ωφελεί•
    ни к чему – (ως κατηγ.)• δε χρειάζομαι•
    тебе, мальчик, домой уйти, а здесь ты ни к чему – εσύ, μικρέ, να πας στο σπίτι, εδώ εσύ δε χρειάζεσαι•
    с чего – από τι, από που και ως που, για ποιο λόγο, γιατί, που βασιζόμενος•
    ни за что – σε καμιά περίπτωση, με κανένα λόγο•
    ни за что и ни за что ни про что – τελείως άδικα, άδικα των αδίκων, στα χαμένα, μάταια• (уж) на что τόσο πολύ, σε τέτοιο βαθμό•
    хоть бы что – (ως κατηγ.) είναι τελείως αδιάφορο•
    чего-чего, а... – βρε, τι είν αυτό... что ли (ль) τι, μήπως•
    что бы ни.... – όλο, οποιοδήποτε•
    что бы... – είθε, μακάρι, άμποτε•
    что ты (вы)! – (για θαυμασμό, φόβο) τι λες (λέτε)! (ну) что ж (же) (ενδοτικό) λοιπόν, τι (να γίνει), άλλος δρόμος δεν υπάρχει,παρά να... что (это) за α) τι είν αυτό•
    что это за бумаги – τι χαρτιά είν αυτά. β) τι• (για θαυμασμό, αγανάκτηση κλπ.) что за день сегодня! τι μέρα σήμερα!•
    что за здание! – τι (ωραίο) κτίριο!•
    что говорить – τι να πεις (είναι καλό, σωστό, άμεμπτο)•
    что ни (на) есть – ό,τι υπάρχει και δεν υπάρχει (όλα παντελώς)•
    чем не – και τι δεν έχει για, τι δεν ταιριάζει για... чем он не учный? τι έχει αυτός, που δεν του ταιριάζει για επιστήμονας;•
    во что бы то ни стало – οπωσδήποτε, με οποιοδήποτε μέσο και τρόπο•
    ни во что не ставить ή считать – δεν τον έχω, θεωρώ για τίποτε•
    ни с чем уйти (остаться, вернуть(ся) – φεύγω, μένω, επιστρέφω με αδεινά τα χέρια (άπρακτος).
    ειδ. σύνδ.
    1. ότι, πως•

    я знаю что это правда ξέρω ότι αυτό είναι αλήθεια•

    говорят, что он болен λένε πως αυτός είναι άρρωστος.

    2. ότι, που•

    я счастлив что вас вижу είμαι ευτυχής που σας βλέπω.

    3. όπως, σαν.
    4. χρον. σύνδ. παλ. μόλις, ευθύς, άμα.
    5. σύνδ. διαχωριστικός• τι..., τι...• что в городе, что в деревне что одно и тоже τι στην πόλη, τι στο χωριό что ένα, και το ίδιο.
    6. μόριο (στα λαϊκά τραγούδια)• τι• (στην αρχή του στίχου).
    εκφρ.
    только и..., что – αποκλειστικά, μόνο (ότι).

    Большой русско-греческий словарь > что

  • 19 данный

    данный δεδομένος в \данныйое время τώρα, αυτή την ώρα в \данныйом случае σ'αυτή την πε ρίπτωση
    * * *

    в да́нное вре́мя — τώρα, αυτή την ώρα

    в да́нном слу́чае — σ'αυτή την περίπτωση

    Русско-греческий словарь > данный

  • 20 крайний

    крайн||ий
    прил
    1. (с краю) ἀκρινός, τελευταίος·
    2. (исключительный, чрезвычайный) ἐσχατος:
    \крайнийяя необходимость ἡ ἀπόλυτη (или ἡ ἐσχατη) ἀνάγκη·
    3. полит ἄκρος:
    \крайнийяя левая ἡ ἄκρα ἀριστερά· ◊ \крайнийяя цена ἡ τελευταία τιμή· \крайнийий срок ἡ τελευταία προθεσμία· по \крайнийей мере τουλάχιστο, τό λιγώτερο· в \крайнийем случае ἐν ἀνάγκη· на \крайнийий случай στή χειρότερη περίπτωση.

    Русско-новогреческий словарь > крайний

См. также в других словарях:

  • ГРЕЦИЯ ЧАСТЬ II — Архитектура Рассмотрение процесса развития греч. церковного зодчества по территориальному признаку достаточно условно и не учитывает целого ряда не только периферийных, но и центральных явлений. Для Г., с ее богатой античной и средневек.… …   Православная энциклопедия

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»